δίανθος — ο πολυετής πόα με γνωστότερο είδος τον δίανθο τον καρυόφυλλο, γαριφαλιά … Dictionary of Greek
μοσχοκάρφι — και μοσκοκάρφι και μουσκοκάρφι, το (Μ μοσχοκάρφιον και μοσκοκάρφιον και μουσκοκάρφι και μουσκοκάρφιν) 1. αποξηραμένος καρπός τού φυτού Ευγενία η καρυόφυλλος ή Καρυόφυλλο το αρωματικό, κν. γαρίφαλο 2. το άνθος τού φυτού Μελία η αζεδαράχη, κν.… … Dictionary of Greek
ξυλοκαρυόφυλλον — και δ. γρφ. ξηροκαρυόφυλλον, τὸ (Α) το καρυόφυλλο, το γαρίφαλο, το μοσχοκάρφι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + καρυόφυλλον] … Dictionary of Greek
φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… … Dictionary of Greek
Μπενιζέλος — Επώνυμο οικογένειας από την Αθήνα, βυζαντινής καταγωγής. 1. Άγγελος (1590 – 1670). Λόγιος. Μαθητής αρχικά του Θεόφιλου Κορυδαλλέα, ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην Ιταλία, όπου διακρίθηκε ως δάσκαλος στο Ελληνικό Φροντιστήριο της Βενετίας. Στο… … Dictionary of Greek
μοσκοκάρφι — το ιού, το τροπικό φυτό καρυόφυλλο (γαρίφαλο) και ο αποξηραμένος καρπός του που χρησιμοποιείται στη ζαχαροπλαστική και τη μαγειρική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)